- ντολμάς
- ο(λ. τουρκ.), γέμισμα, μείγμα από ρύζι και κιμά τυλιγμένο σε κληματόφυλλο ή λαχανόφυλλο, αλλ. σαρμάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ντολμάς — ο είδος φαγητού από μικρές μάζες κιμά και ρύζι ή σκέτο ρύζι που περιτυλίγονται σε σφαιρικό ή επίμηκες σχήμα με αμπελόφυλλα ή λαχανόφυλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dolma «γεμιστός»] … Dictionary of Greek
γιαλαντζί — 1. ψεύτικος 2. «γιαλαντζί ντολμάς» ντολμάς νηστήσιμος, με ρύζι και μυρωδικά τυλιγμένα σε αμπελόφυλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. τουρκ. yalanci «ψεύτικος»] … Dictionary of Greek
Dolma — Préparation du Dolma Le dolma (en arménien : տոլմա (tolma), azéri : dolma, géorgien : ტოლმა (tolma), grec : ντολμάς (dolmás) ou ντολμαδάκι (dolmadáki), persan : د … Wikipédia en Français
Dolmades — Dolma Préparation du Dolma Le dolma (en arménien : տոլմա (tolma), azéri : dolma, géorgien : ტოლმა (tolma), grec : ντολμάς (dolmás) ou ντολμαδάκι (dolmadáki) … Wikipédia en Français
Feuilles De Vigne Farcies — Dolma Préparation du Dolma Le dolma (en arménien : տոլմա (tolma), azéri : dolma, géorgien : ტოლმა (tolma), grec : ντολμάς (dolmás) ou ντολμαδάκι (dolmadáki) … Wikipédia en Français
Feuilles de vigne farcies — Dolma Préparation du Dolma Le dolma (en arménien : տոլմա (tolma), azéri : dolma, géorgien : ტოლმა (tolma), grec : ντολμάς (dolmás) ou ντολμαδάκι (dolmadáki) … Wikipédia en Français
Долма — Классическая турецкая долма (sarma) Долма (толма, сарма) блюдо, представляющее собой начинённые овощи или листья (как правило, виноградные), голубцы в виноградных листьях. Начинка обычно готовится на основе риса … Википедия
σαρμάς — ο, Ν 1. είδος φαγητού από ψιλοκομμένο κρέας και ρύζι ή από σκέτο ρύζι, περιτυλιγμένο, σε σχήμα βώλων, με κληματόφυλλα ή λαχανόφυλλα, αλλ. ντολμάς 2. είδος εμπροσθογεμούς πυροβόλου που χρησιμοποιήθηκε κατά την Επανάσταση τού 1821. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
dulmă — dúlmă s.f. (reg.) dovleac, dovlecel. Trimis de blaurb, 04.05.2006. Sursa: DAR dúlmă ( me), s.f. – Vînătă (vânătă). tc. dolma (Şeineanu, II, 165), cf. ngr. ντολμᾶς, bg., sb … Dicționar Român